καταφυγόντας

καταφυγόντας
καταφεύγω
flee for refuge
aor part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταγινέω — (Α) 1. κατεβάζω 2. επαναφέρω, ανακαλώ («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγινέω (εκτετ. επικ. και ιων. τ. τού ἄγω «οδηγώ, φέρω»)] …   Dictionary of Greek

  • κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”